- φεῦγ'
- φεῦγε , φεύγωfleepres imperat act 2nd sgφεῦγε , φεύγωfleeimperf ind act 3rd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Redoublement (linguistique) — Pour les articles homonymes, voir Redoublement. Presénce du redoublement dans les langues du monde[1] … Wikipédia en Français
Redoublement de mot — Redoublement (linguistique) Pour les articles homonymes, voir Redoublement. Le redoublement est un procédé morphologique permettant d exprimer, par la répétition complète ou partielle d un mot ou d un de ses morphèmes, un trait grammatical ou… … Wikipédia en Français
μεθυσιό — και μεθυσειό, το το μεθύσι. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μεθυσ τού αορ. τού μεθώ + κατάλ. ιό (πρβλ. κάθισ α: καθισ ιό, φεύγ ω: φευγ ιό). Η γραφή μεθυσειό προϋποθέτει παραγωγή τής λ. από το ουσ. μεθύσει / μεθύσι* (το)] … Dictionary of Greek
φεύγω — ΝΜΑ, και φεόγω Α 1. τρέπομαι σε φυγή, απομακρύνομαι γρήγορα κυρίως από φόβο ή επειδή μέ καταδιώκουν (α. «μόλις τόν είδε με το πιστόλι έφυγε» β. «βῆ φεύγων ἐπὶ πόντου», Ομ. Ιλ.) 2. αναχωρώ (α. «έφυγαν για ταξίδι τού μέλιτος» β. «Κῡρος μὲν τέθνηκεν … Dictionary of Greek
-άτος — (AM ᾱτος) ονοματική κατάληξη της αρχαίας (μεταγενέστερης), μεσαιωνικής και νεοελληνικής περιόδου με αξιόλογη παραγωγική δύναμη. Συγκεκριμένα, κατά τους μεταγενέστερους χρόνους από επίθετα λατινογενούς προελεύσεως σε ᾱτος (λατ. ātus) (πρβλ.… … Dictionary of Greek
ευαπόφυκτος — εὐαπόφυκτος, ον (Α) αυτός που διαφεύγει, που ξεφεύγει εύκολα, ο ολισθηρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + απο φυκτος (< απο φευγω), τ. που εμφανίζει τη μηδενισμένη βαθμίδα φυγ τής ρ. φευγ (πρβλ. αόρ. β ἔ φυγ ον)] … Dictionary of Greek
κρεμάλα — η 1. ικρίωμα με κινητό βρόχο ο οποίος περνιέται από τον λαιμό καταδίκου και προξενεί τον πνιγμό του, αφού αφαιρεθεί βίαια το υποπόδιο πάνω στο οποίο στέκεται, η αγχόνη 2. η θανατική ποινή που καταδικάζει τον κατηγορούμενο σε κρέμασμα από τον… … Dictionary of Greek
σικάτος — η, ο, Ν (για πρόσ.) αυτός που είναι σικ, κομψός, ευπρεπής, αριστοκρατικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < σικ «κομψός + κατάλ. άτος (πρβλ. φευγ άτος)] … Dictionary of Greek
σκυλότουρκος — ο, Ν υβριστ. ο Τούρκος, ο άπιστος και κακός («φεύγ απ αυτού, βρε Τούρκε, βρε σκυλότουρκε», δημ. τραγούδι) … Dictionary of Greek
τρεχάτος — η, ο, Ν αυτός που τρέχει, δρομαίος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρέχω + κατάλ. άτος (πρβλ. φευγ άτος)] … Dictionary of Greek